- σωροῦ
- σωρόςheapmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Native element minerals — are those elements that occur in nature in uncombined form with a distinct mineral structure. The elemental class includes metals and intermetallic elements, semi metals and non metals. This group also includes natural alloys, phosphides,… … Wikipedia
Borate minerals — Large (up to 1.8 cm) yellow londonite crystals associated with rubellite tourmaline. Londonite is an unusual caesium rich heptaborate. [1] The borate minerals are minerals which contain a borate anion group. The borate (BO3) units may be… … Wikipedia
Oxide minerals — Oxide mineral exhibit at the Museum of Geology in South Dakota The oxide mineral class includes those minerals in which the oxide anion (O2 ) is bonded to one or more metal ions. The hydroxide bearing minerals are typically included in the oxide… … Wikipedia
αγελαίος — (I) αία, αίο (Α ἀγελαῑος, αία, αῑον, Μ ἀγέλαιος, αία, αιον) 1. αυτός που ανήκει σε αγέλη 2. αυτός που ζει ομαδικά, κοπαδιαστά 3. κοινός, συνηθισμένος νεοελλ. χυδαίος, «τού σωρού» αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀγελαῑοι τα μέλη τής… … Dictionary of Greek
ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… … Dictionary of Greek
κοκκιόπαγος — ο γεωλ. μερικώς συμπυκνωμένο χιόνι, που έχει τη μορφή σωρού κρυσταλλικών κόκκων και αποτελεί ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ τού χιονιού και τού πάγου τών παγετώνων … Dictionary of Greek
σταφυλόκοκκος — Μικρόκοκκος απειροελάχιστων διαστάσεων (1 μικρό κατά μέσο όρο), που εμφανίζεται με το μικροσκόπιο σαν τσαμπί από σταφύλια. Καμιά φορά εμφανίζεται μεμονωμένος, συνήθως όμως με τη μορφή διπλό κοκκου (μέσα σε υγρό θρεπτικού υλικού) ή σωρού (μέσα σε… … Dictionary of Greek
συσσώρευση — η, Ν 1. συγκέντρωση πολλών πραγμάτων στο ίδιο μέρος, σχηματισμός σωρού από πολλά πράγματα ή από μικρότερους σωρούς 2. βιολ. διαδικασία με την οποία η συγκέντρωση ορισμένων ουσιών στο περιβάλλον, η οποία είναι κατά κανόνα μικρή, αυξάνεται κατά τα… … Dictionary of Greek
σωρεία — Πόλη της αρχαίας Ηπείρου, στη Χαονία, στα βόρεια της λίμνης του Βοθρωτού. Κοντά στη λίμνη σώζονται λείψανα αρχαίων κτισμάτων. * * * η, ΝΜΑ [σωρεύω] συσσωρευμένη ποσότητα, μεγάλη ποσότητα (α. «σωρεία εγγράφων» β. «σωρεία επιχειρημάτων» γ. «οὐκ… … Dictionary of Greek
σωρείτης — ο, ΝΑ, και σωρίτης Α (λογ.) 1. είδος σύνθετου συλλογισμού ο οποίος μπορεί να αναλυθεί σε τόσους απλούς συλλογισμούς όσες είναι και οι προτάσεις, εκτός από την πρώτη και την τελευταία 2. το επιχείρημα τού σωρού, κατά το οποίο εξακολουθούμε να… … Dictionary of Greek